συνυπόλογος

συνυπόλογος
-η, -ο, Ν [υπόλογος]
αυτός που είναι υπόλογος από κοινού με κάποιον άλλο ή άλλους, συνυπεύθυνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • συνυπεύθυνος — η, ο, Ν αυτός που είναι υπεύθυνος από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον, συνυπόλογος. επίρρ... συνυπευθύνως και συνυπεύθυνα Ν με συνυπεύθυνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπεύθυνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”